- απύρωτος
- -η, -ο (Α ἀπύρωτος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθείαρχ.1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος2. άβραστος, αμαγείρευτος3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη).
Dictionary of Greek. 2013.